- ἀκεραύνωτος
- ἀκεραύν-ωτος, ον,A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακεραύνωτος — η, ο (Α ἀκεραύνωτος, ον) [κεραυνῶ] όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό … Dictionary of Greek
ἀκεραυνώτους — ἀκεραύνωτος not struck by lightning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραυνος — ἀκέραυνος, ον (Α) [κεραυνός] ο ακεραύνωτος … Dictionary of Greek